Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Fail Friendly

Στο πρώτο post των ΑΝΑΘΥΜΙΑΣΕΩΝ γίνεται αναφορά στην κρίση της ιστορίας ανάλογα με την ιστορική περίοδο και στη διαφοροποίηση της αντίληψης με το πέρασμα των χρόνων καθώς και στις σταθερές και νόρμες που μεταβάλλονται. Πέρα από φυσικές σταθερές στις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να επέμβει υπάρχουν και κάποιες σταθερές με τις οποίες μαθαίνουμε να ζούμε. Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς την ύπαρξη του χρήματος; Αν το σκεφτεί κανείς όμως, το χρήμα δεν είναι παρά ένα εφεύρημα των ανθρώπων με αρχικό σκοπό να διευκολύνει ως μέσο τις συναλλαγές το οποίο σταδιακά από μέσο έγινε ο ίδιος ο σκοπός. Υπάρχει όμως και άλλη μία σταθερά η οποία δεν αμφισβητείται στις μέρες μας. Αναφέρομαι στον τόκο που παράγεται από ένα (όπως κι αν είναι καθορισμένο) επιτόκιο. Η αντίληψη που έχουμε γι' αυτό είναι επίσης σταθερή. Ο τόκος υπάρχει όπως υπάρχει και το χρήμα, πάνε μαζί. Το ξέρουμε, το μαθαίνουμε, μεγαλώνουμε με αυτό, το αποδεχόμαστε (όπως αποδεχόμαστε τον φόρο με όποιο όνομα κι αν εκφράζεται: τέλος, εισφορά, χαράτσι κτλ) και καταλήγει να είναι μια σταθερά της οικονομικής ζωής. Κι όμως, παρότι συναντάται ιστορικά από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν ήταν πάντα έτσι. Ή, μάλλον, δεν ήταν πάντα τόσο νόμιμος και αποδεκτός όπως σήμερα ούτε υπήρχε μια αρχετυπική θεώρησή του που να φτάνει ως τις μέρες μας.

Στα βιβλικά χρόνια ήταν ενάντια στον Μωσαϊκό Νόμο να χρεώνονται επιτόκια σε ιδιωτικά δάνεια παρότι από τις απαρχές του εμπορίου ο τόκος γινόταν αποδεκτός νομικά από τη στιγμή που το εμπόρευμα μπορούσε να αναπαραχθεί (σπόροι, ζώα). Σταδιακά, άρχιζε να δίνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην έννοια του χρόνου ως βασικό κομμάτι μιας χρηματοοικονομικής συναλλαγής. Ο χρόνος ερμηνευόταν με βάση τα θεία αφού ως ιδιοκτήτης του χρόνου λογιζόταν ο Θεός και άρα ένα επιτόκιο (ανθρώπινο παράγωγο) που εκ των πραγμάτων ορίζεται χρονικά ήταν “αμαρτωλό”. Ο Θωμάς Ακινάτης υποστήριζε πως η χρήση επιτοκίου ήταν λάθος δεδομένου ότι οδηγούσε σε διπλή χρέωση αναφορικά και με το είδος που απαίτησε δανεισμό αλλά και με τη χρήση του είδους κάτι που η Εκκλησία θεωρούσε ως αμάρτημα - το αμάρτημα της τοκογλυφίας. Πολύ πριν τον Θωμά Ακινάτη, η Εκκλησία είχε απαγορεύσει στον κλήρο να εμπλέκεται σε τοκογλυφικές πράξεις ενώ καθώς γινόταν ισχυρότερος παράγοντας επέβαλε περιορισμούς και στον λαό αναφορικά με το δανεισμό (αν και υπήρχε τεράστια υποκρισία από τη μεριά του κλήρου αλλά ας είναι...).

Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ήδη από το 1139 με απόφαση του Πάπα Ιννοκέντιου του δεύτερου, καταδίκαζε την αποπληρωμή δανείου με περισσότερα λεφτά από αυτά που είχαν αρχικά δανειστεί. Η οποιαδήποτε πράξη σχετική με τοκογλυφία ήταν άμεσα καταδικαστέα - ήταν αιρετική για να μιλάμε και με όρους της εποχής εκείνης. Στα μεσαιωνικά χρόνια η έννοια της χορήγησης δανείου ήταν εντελώς διαφορετική σε σχέση με σήμερα. Γινόταν αποδεκτό μόνο σε ειδικές περιπτώσεις όπως μία κακή σοδειά ή μια καταστροφή από φωτιά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν ηθικά δυσμενές το να χρεωθεί τόκος. Επίσης, έφερνε ηθικές αναστολές με δεδομένο ότι δεν υπήρχε η παραγωγή φυσικών αγαθών στη μέση - ο δανεισμός γινόταν ώστε να διορθωθεί μια κακοτυχία κι όχι ώστε να προκύψουν αγαθά προς αποπληρωμή. Η πράξη του δανεισμού δηλαδή δεν ήταν παραγωγική (αναπτυξιακή κατά το πιο φιλελεύθερο) αλλά θέμα επιβίωσης (αυτό θυμίζει λίγο σύγχρονη Ελλάδα...). 

Ανάλογη στάση απέναντι στον τόκο διατηρούσε και ο Ισλαμισμός ενώ σε ορισμένα κράτη - Ιράν, Πακιστάν κ.α. - όπου ο Ισλαμισμός καθορίζει την πολιτική τους η στάση αυτή διατηρείται ακόμα και στη σύγχρονη εποχή (η υποκρισία είναι αντίστοιχη με εκείνη της μεσαιωνικής Εκκλησίας, βέβαια, αλλά ας ξαναείναι...). Υποστηριζόταν μάλιστα ότι το Κοράνι ξεκάθαρα απέρριπτε τη χρήση επιτοκίων (το ποια σούρας μπορεί να το έγραφαν αυτό δεν ξέρω - άλλωστε όπως με όλα τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου δεν μπορεί να υπάρχει μία μοναδική θεώρηση ή ερμηνεία).

Στα χρόνια της Αναγέννησης, η αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού και η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε σε άνθιση των “δουλειών”. Οι συναλλακτικές σχέσεις και η επακόλουθη έκρηξη στις πράξεις χρηματοοικονομικού περιεχομένου έφεραν το επιτόκιο σε πρώτο πλάνο. Οι Ισπανοί που έκοβαν και έραβαν τότε άρχισαν να αποδέχονται υπό συνθήκες τον τόκο:
  • Αν ο δανειζόμενος έβγαινε ωφελημένος από τον δανεισμό οπότε ήταν λογικό να πληρώσει ένα αντίτιμο έναντι του ρίσκου που ανέλαβε ο δανειστής. 
  • Επίσης, άρχισαν τότε οι οικονομολόγοι της εποχής να αναλογίζονται το κόστος ευκαιρίας. Ότι δηλαδή η χορήγηση ενός δανείου στερούσε από τον δανειστή τη δυνατότητα να κάνει διαφορετική χρήση των κεφαλαίων του επενδυτικά. Οπότε θα έπρεπε να "αποζημιωθεί" κατά μία έννοια από τον δανειζόμενο για διαφυγόντα κέρδη μιας και το κεφάλαιο δανείστηκε σε εκείνον. Ο τόκος ήταν αυτή η αποζημίωση. 
  •  Το χρήμα το ίδιο άρχισε να θεωρείται ένα εμπορευματικό είδος. Με αυτή την έννοια η χρήση των χρημάτων του δανειστή από τον δανειζόμενο προς όφελός του θα έπρεπε να γίνει με ένα "ενοίκιο". Σα να σου δανείζω τα εργαλεία μου επί πληρωμή για να επισκευάσεις το αυτοκίνητό σου, ας πούμε. Η πληρωμή μου όταν τα εργαλεία είναι το ίδιο το χρήμα είναι ο τόκος.
  • Τέλος, επανεξετάστηκε η έννοια του χρόνου στο δάνειο. Από δύο πράγματα ίσης αξίας ο καθένας θα προτιμούσε αυτό που μπορεί να έχει γρηγορότερα. Δανείζοντας τα χρήματα του στερείται την άμεση απόκτηση αυτού του πράγματος. Ο τόκος είναι το αντάλλαγμα για την καθυστερημένη απόκτηση του αφού στο διάστημα του δανεισμού, ο δανειστής δεν μπορεί να αποκτήσει το αγαθό που θα προτιμούσε να αποκτήσει νωρίτερα. 
Ερχόμενοι στη Βιομηχανική Επανάσταση ο τόκος πέρασε σε πρώτο πλάνο σταδιακά μιας και οι ανάγκες για δανεισμό αυξάνονταν. Οι τράπεζες και οι δανειστές έβγαιναν πιο μπροστά όσο περνούσε ο καιρός και βελτιώνονταν τα μέσα παραγωγής καθώς υπήρχαν διογκούμενες ανάγκες σε ρευστό για επενδύσεις, η ανεύρεση φυσικών πόρων πολλαπλασιαζόταν, ήρθε το κάρβουνο, ήρθε το πετρέλαιο, ήρθε η αυτοματοποίηση κοκ. Παράλληλα άρχισε και μια πιο συστηματική εξέταση του τόκου και η αναθεώρηση όλης της οικονομικής σκέψης. Σταδιακά, το ενδιαφέρον για το επιτόκιο και τις κοινωνικές του επιπτώσεις έγινε αντικείμενο μελέτης και οικονομολόγοι (και όχι μόνο) ξεκίνησαν να ασχολούνται με αυτό το θέμα επισταμένως, (πρωτοπόροι θεωρούνται οι Adam Smith και Jeremy Bentham) ταυτόχρονα δηλαδή με τη γέννηση της κλασικής σχολής της οικονομικής σκέψης.

Από οικονομικής άποψης το επιτόκιο αντιπροσωπεύει το κόστος κεφαλαίου και υπάγεται στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης καθώς και στη διάθεση ρευστότητας. Η πρώτη απόπειρα από κεντρική τράπεζα να ελέγξει τα επιτόκια μέσω της προσφοράς χρήματος και ρευστότητας έγινε μόλις το 1847 από την Γαλλική Κεντρική Τράπεζα (κάτι που στις μέρες μας επίσης θεωρείται νόρμα και...τόσο παλιό όσο το χρήμα – οι παρεμβάσεις, δηλαδή, των κεντρικών τραπεζών ανάλογα με το οικονομικό περιβάλλον).  Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Irving Fisher διαχώρισε τις έννοιες του ονομαστικού επιτοκίου και του πραγματικού επιτοκίου ενώ προσέδωσε και αυστηρό μαθηματικό υπόβαθρο στην επιτοκιακή θεωρία. Από τότε υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκτιμήσεις και θεωρήσεις περί του επιτοκίου καθώς προχωρούσε ταχύτατα πλέον η οικονομική σκέψη σε συνάρτηση πάντα με τις κυρίαρχες οικονομικές απόψεις κάθε εποχής. 

Δεδομένο είναι ότι όσο εξελίσσεται η οικονομική σκέψη κάποια πράγματα παγιώνονται. Αυτά δεν προκύπτουν από μόνα τους. Η οικονομική θεωρία σχετίζεται (εκτός του οικονομικού περιβάλλοντος) και με τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση. Από μια εποχή άκρατης θεοκρατίας η οποία άφηνε το στίγμα της παντού περάσαμε στη διεθνοποίηση του εμπορίου και στη ραγδαία βελτίωση της τεχνολογίας φτάνοντας ως την παγκοσμιοποίηση και την αποθέωση του καπιταλισμού μέσω της (άνευ όρων) απελευθέρωσης των αγορών. Επιστρέφοντας έτσι στα αρχικά γραφόμενα του παρόντος γίνεται απολύτως κατανοητό πως σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τον πλουτισμό και το κυνήγι αυτού, ο τόκος είναι πλήρως νομιμοποιημένος και αποδεκτός - κομμάτι του όλου και μάλιστα αναπόσπαστο, σταθερά, νόρμα. Ο εντιμότερος κλέφτης!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου